δακτυλικος

δακτυλικος
    δακτυλικός
    δακτῠλικός
    3
    1) вставленный в перстень
    

(ψῆφος Anth.)

    2) стих. дактилический
    

(μέτρον)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "δακτυλικος" в других словарях:

  • δακτυλικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλικός — και δαχτυλικός, ή, ό (AM δακτυλικός, ή, όν) [δάκτυλος] 1. αυτός που ανήκει στα δάχτυλα ή έχει σχέση μ αυτά (α. «δακτυλικά αποτυπώματα» β. «αὐλούς... δακτυλικούς» αυλούς που παίζονται με τα δάχτυλα) 2. (στο μέτρο) στίχος που αποτελείται από έξι… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλικός — ή, ό βλ. δαχτυλικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δακτυλικά — δακτυλικός of neut nom/voc/acc pl δακτυλικά̱ , δακτυλικός of fem nom/voc/acc dual δακτυλικά̱ , δακτυλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλικῶν — δακτυλικός of fem gen pl δακτυλικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλικόν — δακτυλικός of masc acc sg δακτυλικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλικαί — δακτυλικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλικοῖς — δακτυλικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλικοί — δακτυλικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλικοῦ — δακτυλικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλικούς — δακτυλικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»